- εφιαλτικός
- -ή, -ό (Α ἐφιαλτικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα»)2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικόςαρχ.δαιμονικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημασία < εφιάλτης, ενώ με τη δεύτερη σημασία < Εφιάλτης].
Dictionary of Greek. 2013.